μηχανοτευχώ
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
μηχανοτευχῶ, -έω (Μ)
μηχανοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -τευχῶ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. μηχανοτευχής].