μικροπόδαρος

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ μικροπόδαρος, -η, -ον)
αυτός που έχει μικρά πόδια, ο κοντοπόδαρος.