μικρόχαρος
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
Greek Monolingual
-η, -ο και μικροχαρής, -ές (Α μικροχαρής, -ές)
1. αυτός που χαίρεται και ευχαριστείται με μικρά και ασήμαντα πράγματα, που ικανοποιείται εύκολα με μικροπράγματα
2. μικροπρεπής, κατώτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -χαρος (<χαρά), πρβλ. μεγαλό-χαρος, περί-χαρος].