ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
[Seite 188] = μινύς, Eust.
μινυός: -όν, = μινύς, μικρός, Εὐστ. 618, 23.
μινυός (Μ)(κατά τον Ευστ.) μικρός.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται με το αμφίβολης μαρτυρίας επίθ. μινύς «μικρός, ολίγος» (βλ. λ. μινύθω)].