μιξανάρρους
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Greek (Liddell-Scott)
μιξανάρρους: ὁ, μικτὸς ἀνάρρους, δηλ. ὁτὲ μὲν ῥέων πρὸς ἄνω ὁτὲ δὲ πρὸς τὰ κάτω, Γεώργ. Πισίδ. κατὰ Ξενήρου σ, 272, στ. 91.
Greek Monolingual
μιξανάρρους, ὁ (Μ)
ρεύμα με εναλλασσόμενη φορά άλλοτε προς τα πάνω και άλλοτε προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + ἀνάρρους.