μισόκλειστος

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

-η, -ο μισοκλείνω
κλεισμένος κατά το ήμισυ, όχι εντελώς κλεισμένος.