μολιβίσκος

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

μολιβίσκος, ὁ (Α) μόλιβος
μολύβδινο βάρος χρησιμοποιούμενο σε τροχαλία.