μολυβός

From LSJ

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146

Greek Monolingual

μολυβός, -ή, -όν (Μ)
(για ύφασμα) αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου, σκούρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολυβούς, κατά το σχήμα απλούς: απλός].