μολυντικός

From LSJ

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source

Greek Monolingual

-ή, -ο μολύνω
αυτός που προκαλεί μόλυνση, μολυσματικός.