μοναχοπαίδι

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

και μοναχόπαιδο, το
το μοναδικό αγόρι ή το μοναδικό κορίτσι μιας οικογένειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοναχός + παιδί].