μοναχοπαίδι

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

και μοναχόπαιδο, το
το μοναδικό αγόρι ή το μοναδικό κορίτσι μιας οικογένειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοναχός + παιδί].