μονοκύτταρος

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο κύτταρο
2. το ουδ. ως ουσ. το μονοκύτταρο
βιολ. ο μεγαλύτερος τύπος λευκοκυττάρου του αίματος με διάμετρο 15-22 μικρόμετρα, ο οποίος αντιπροσωπεύει 3%-8% του συνόλου τών λευκοκυττάρων της κυκλοφορίας.