μονόβιβλον
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Greek Monolingual
μονόβιβλον, τὸ, και μονόβιβλος, ὁ (ΑΜ)
σύγγραμμα που αποτελείται από ένα μόνο βιβλίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + βίβλος/βιβλίον.