μονόβιβλος
From LSJ
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
English (LSJ)
ὁ, or μονόβιβλον, τό, single book or single volume, Prop.1 tit., Gal.1.410, Ammon.Vit.Arist.p.11 W., Lyd.Mag.1.28, Suid. s.v. Φιλάγριος.
German (Pape)
[Seite 202] aus einem Buche bestehend, auch τὸ μονοβίβλιον, eine solche Schrift, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
μονόβιβλος: ὁ, καὶ μονόβιβλον, τό, ἐξ ἑνὸς μόνου βιβλίου ἢ ἓν μόνον βιβλίον ἢ τόμος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 321, Σουΐδ. ἐν λ. Φιλάγριος, Reitz. εἰς Θεόφ. 2. 1237.
Greek Monolingual
μονόβιβλος, ὁ (ΑΜ)
βλ. μονόβιβλον.