μορφοφωνολογία
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
Greek Monolingual
η
γλωσσ. όρος που επινοήθηκε από τον Νικολάι Τρουμπετσκόυ το 1931 και καλύπτει, από την προοπτική του δομισμού, τη μελέτη τών φωνολογικών εναλλαγών οι οποίες συνδέονται με μεταβολές στη μορφολογία (μορφήματα, αλλόμορφα κ.λπ.)
ο αμερικανικός δομισμός χρησιμοποίησε (Μπλούμφηλντ) αντιστοίχως τον όρο μορφοφωνηματική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morphophonologie (< μορφή + φωνολογία)].