μοσχοθυμίαμα
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
και μοσκοθυμίαμα και μοσκοθυμιάμα, το
τεχνητό θυμίαμα από λιβανωτό, ρόδα και άλλα φυτικά αρώματα, αλλ. μοσχολίβανο.