μουλαρήσιος
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
Greek Monolingual
-ια, -ιο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μουλάρι ή προσιδιάζει σε μουλάρι
2. επίμονος, πεισματάρης («έχει μουλαρήσιο πείσμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. μουλάρι + -ήσιος (πρβλ. γελαδήσιος, μοσχαρήσιος)].