μουντζούρης
From LSJ
Greek Monolingual
και μουτζούρης και μουζούρης, ο μουντζούρα
1. άνθρωπος μουντζουρωμένος, λερωμένος με μουντζούρα
2. μτφ. ντροπιασμένος
3. διασκεδαστικό παιχνίδι της τράπουλας, κατά το οποίο ο χαμένος υποχρεώνεται να υποστεί μουντζούρωμα στο πρόσωπο.