μουσόστολος
From LSJ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
Greek (Liddell-Scott)
μουσόστολος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν Μουσῶν ἐστολισμένος, κεκοσμημένος, φρεσὶν μουσοστόλοις Ἀνώνυμ. παρὰ Bernard.
Greek Monolingual
μουσόστολος, -ον (Μ)
αυτός που στολίστηκε από τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -στολος πρβλ. ιερό-στολος, λευκό-στολος].