μπαχαρικό

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103

Greek Monolingual

το μπαχάρι
συν. στον πληθ. τα μπαχαρικά
γενική ονομασία τών μαγειρικών αρωματικών καρυκευμάτων, όπως είναι η κανέλα, το μοσχοκάρυδο κ.ά.