μπράντα

From LSJ

Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist

Menander, Monostichoi, 376

Greek Monolingual

η
ναυτ. η κρεμαστή κλίνη του ναύτη που είναι κατασκευασμένη από χοντρό ύφασμα, η αιώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. branda «κρεβάτι συνδεδεμένο με λουριά»].