μπόλιασμα
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Greek Monolingual
το μπολιάζω
1. εμβολιασμός
2. (σχετικά με δένδρο) εγκεντρισμός
3. συνεκδ. κάθε μπολιασμένο δένδρο πριν να αναπτυχθεί
4. μτφ. μετάδοση ιδεών ή αισθημάτων με έντεχνο τρόπο.