μυγαλόμορφα

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

τα
ζωολ. ομάδα ή υπόταξη ορθόγναθων αραχνιδίων στην οποία ανήκουν περισσότερα από 1. 500 είδη, διαδεδομένα σε όλες τις θερμές περιοχές της υφηλίου.