μυελούμαι

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

μυελοῦμαι, -όομαι (Α) μυελός
είμαι γεμάτος από μυελό.