μυοκάτοχο

From LSJ

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source

Greek Monolingual

το
ιατρ. χειρουργική λαβίδα για συγκράτηση τών μυών κατά τις εγχειρήσεις.