λαβίδα
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
Greek Monolingual
η (AM λαβίς, -ίδος)
κάθε όργανο που έχει δύο σκέλη και χρησιμοποιείται για σύλληψη και συγκράτηση, έλξη, τέντωμα ή κοπή, τσιμπίδα («χειρουργική λαβίδα»)
νεοελλ.
μικρή τσιμπίδα με την οποία πιάνονται τα γραμματόσημα για να προφυλαχθούν από τον ιδρώτα, τη λιπαρότητα και τα αποτυπώματα τών δακτύλων
νεοελλ.-μσν.
λειτουργικό σκεύος, από πολύτιμο συνήθως μέταλλο, το οποίο έχει σχήμα μικρού κουταλιού και χρησιμοποιείται κατά τη θεία μετάληψη
(μσν. -αρχ.)
1. μικρή λαβή
2. άγκιστρο, περόνη, αιχμηρό όργανο («ταῖς λαβίσι καταπερονῶντες», Πολ.)
3. ψαλίδα για καθαρισμό τών λύχνων και τών λαμπάδων, λυχνοψάλιδο, κηροψαλίδι («καλύψουσι τὴν λυχνίαν τὴν φωτίζουσαν... καὶ τὰς λαβίδας αὐτῆς», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαβ- (πρβλ. ἔλαβον, αόρ. του λαμβάνω) + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. γραφίς, κοπίς) ή από το ουσ. λαβή.