μυριονταπλάσιος

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source

Greek Monolingual

μυριονταπλάσιος, -ον (Α)
μυριοπλάσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύριος, πιθ. μέσω αμάρτυρου μυριοντάς, κατά το ἑκατονταπλάσιος (πρβλ. μυριονταδικός, μυριοντάκις)].