μυρσινώνας

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

ο (Α μυρσινών και αττ. τ. μυρρινών)
τόπος κατάφυτος από μυρσίνες, άλσος από μυρτιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος / μύρρινος + κατάλ. -ων (πρβλ. αμπελών)].