μυρτίδιο

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

το μύρτος
βοτ. γένος μικρών θάμνων που φυτρώνουν μέσα σε αραιά δάση.