μυρτοειδής
From LSJ
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
Greek Monolingual
-ές
1. όμοιος με τα μύρτα ή με τον καρπό της μυρσίνης
2. φρ. «μυρτοειδής μυς»
ανατ. ο μυς που αποτελεί μοίρα του ρινικού μυός και εκφύεται από το φατνιακό έπαρμα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυρτοειδή
βοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτο + -ειδής].