μυόσωτον

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source

Greek Monolingual

μυόσωτον, τὸ (Α)
το ποώδες φυτό αλσίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μυοσωτίς κατά τα ουδ. σε -ον].

German (Pape)

τό, = μυοσωτίς.