μωρολογώ

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ μωρολογῶ -έω και -άω) μωρολόγος
λέω μωρίες, ανοησίες.