μόνοιασμα
From LSJ
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
Greek Monolingual
το
μονοιάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μονοιάζω, αποκατάσταση φιλικών σχέσεων, συμφιλίωση.
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
το
μονοιάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μονοιάζω, αποκατάσταση φιλικών σχέσεων, συμφιλίωση.