μόσσυνος

From LSJ

ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me

Source

Russian (Dvoretsky)

μόσσῡνος: II gen. к μόσσυν или μόσσυς.
ὁ (только pl. μόσσυνοι) = μόσσυν.