μόσσυνος

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source

Russian (Dvoretsky)

μόσσῡνος: II gen. к μόσσυν или μόσσυς.
ὁ (только pl. μόσσυνοι) = μόσσυν.