νάσθην

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

German (Pape)

[Seite 230] aor. act. u. pass. zu ναίω, w. s.

Greek Monotonic

νάσθην: Επικ. αντί ἐνάσθην, Παθ. αόρ. αʹ του ναίω Α.

Russian (Dvoretsky)

νάσθην: эп. aor. med.-pass. к ναίω.