νέφωμα

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source

Greek (Liddell-Scott)

νέφωμα: τό, «συννέφιασμα», Εὐστ. Θεσ. σ. 327, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

το (Μ νέφωμα) νεφούμαι
συννέφιασμα.