νήματος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
ο
εντομολ. γένος μικρών βλαβερών υμενόπτερων εντόμων, κυρίως του βόρειου ημισφαιρίου, που ανήκουν στην οικογένεια τενθρηδινίδες.
ο
εντομολ. γένος μικρών βλαβερών υμενόπτερων εντόμων, κυρίως του βόρειου ημισφαιρίου, που ανήκουν στην οικογένεια τενθρηδινίδες.