νίκησις

Greek (Liddell-Scott)

νίκησις: πολέμου, νίκη πολέμου, Λυβ. κ. Ροδ. στ. 2070, ἔκδ. Wr. ― Ἐν τοῖς λεξικοῖς ὑπάρχει μόνον τὸ Νικασίς, ὡς κύρ. ὄν. γυναικός.

Greek Monolingual

νίκησις, ἡ (ΑΜ) νικώ
νίκη σε πόλεμο ή σε αγώνες («νίκησις πολέμου», Λίβ. και Ροδ.)
μσν.
φρ. «δίδω νίκησιν» — βοηθώ κάποιον να νικήσει, ενισχύω.