ναίεσκον

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monotonic

ναίεσκον: Ιων. παρατ. του ναίω.

Russian (Dvoretsky)

ναίεσκον: эп. impf. iter. к ναίω I.