ναδίρ

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

το
άκλ.
1. αστρον. αντικατακόρυφο σημείο της ουράνιας σφαίρας κατά το οποίο αυτή τέμνεται από την διεύθυνση της βαρύτητας κάτω από τον ορίζοντα ενός τόπου
2. μτφ. το κατώτερο σημείο κατάπτωσης, ξεπεσμού, υποβάθμισης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. nadhir «αντίθετος»].