ναμέρτεια

English (LSJ)

Doric for νημέρτεια.

German (Pape)

[Seite 228] dor. = νημερτής, νημέρτεια.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dor. p. *νημέρτεια;
sincérité, vérité.
Étymologie: νημερτής.

Greek Monolingual

ναμέρτεια, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. νημέρτεια.

Russian (Dvoretsky)

νᾱμέρτεια: ἡ дор. = νημέρτεια.

English (Woodhouse)

(see also: νημέρτεια) correctness, truth