νημέρτεια

English (LSJ)

ἡ, truth; Dor. νᾱμέρτεια, used by S.Tr.173 in trim.

German (Pape)

ἡ, Untrüglichkeit, Wahrhaftigkeit, Soph. Trach. 172 in dor. Form ναμέρτεια.

Russian (Dvoretsky)

νημέρτεια: дор. νᾱμέρτειαбезошибочность, непреложность, истинность Soph.

Greek (Liddell-Scott)

νημέρτεια: ἡ, βεβαιότης, ἀλήθεια, Δωρ. νᾱμέρτεια, ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ Σοφ. ἐν Τρ. 173 ἐν τριμέτρῳ, πρβλ. νημερτής.

Greek Monolingual

νημέρτεια και δωρ. τ. ναμέρτεια, ἡ (Α) νημερτής
αλήθεια, βεβαιότητα, επαλήθευση.

Greek Monotonic

νημέρτεια: ἡ, βεβαιότητα, αλήθεια· Δωρ. νᾱμέρτεια, σε Σοφ.

Middle Liddell

νημέρτεια, ἡ, νημερτής
certainty, truth, doric νᾱμέρτεια, Soph.