ναυτασφάλιση

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

η
(νομ.) η ναυτασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + ασφάλιση].