γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
η(νομ.) η ασφάλιση εμπορικού πλοίου ή πλωτού ναυπηγήματος σε κατάλληλο ασφαλιστικό οργανισμό κατά τών θαλάσσιων κινδύνων, αλλ. ναυτασφάλιση ή θαλάσσια ασφάλιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + ασφάλεια].