νεκρεγέρτης

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source

Greek Monolingual

νεκρεγέρτης, ὁ (Α)
(για τον Ιησού Χριστό) αυτός που εγείρει τους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -εγέρτης (< ἐγείρω)].