νεκροφοβία

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291

Greek Monolingual

η ιατρ. φόβος, συνήθως παθολογικός, για τους νεκρούς, ο οποίος διακρίνεται από τη θανατοφοβία, η οποία είναι παθολογικός φόβος για τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrophobia < necro- (< νεκρός) + -phobia (< -φοβία < φόβος)].