νεογνόν

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Mantoulidis Etymological

Ἀντί νεόγονον (=νέος + γενέσθαι) τοῦ γίγνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στή λέξη νέος.