νεοθανής
From LSJ
English (LSJ)
νεοθανές, (θανεῖν) just dead, Agath.2.31, Suid.
German (Pape)
[Seite 241] ές, neuerdings, eben erst gestorben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νεοθᾰνής: -ές, (θανεῖν) ὁ νεωστὶ τεθνεώς, Ἀγαθίας 133, 16, Σουΐδ. ἐν. λέξ.
Greek Monolingual
νεοθανής, -ές (ΑΜ)
αυτός που πέθανε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -θανής (< θ. θαν- του θάνατος), πρβλ. αρτιθανής].