νεομάρτυρας

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

ο και η (ΑΜ νεομάρτυς, Μ και νεομάρτυρας)
αυτός που μαρτύρησε υπέρ της χριστιανικής πίστης κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + μάρτυς, -υρος].